- θυσμικός
- θυσμικός, -ή, -όν (Α)επιγρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θυσία («θυσμικόν ἔτος»).[ΕΤΥΜΟΛ. < θύω (I), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *θυσμός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… … Dictionary of Greek